- κλίκα
- η(λ. γαλλ.), ομάδα ανθρώπων που περιστοιχίζουν και επηρεάζουν με κολακείες ισχυρό πρόσωπο κι ακόμη υποστηρίζονται μεταξύ τους για να πετύχουν ιδιοτελείς σκοπούς: Ο κάθε υπουργός έχει και την κλίκα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.