κλίκα

κλίκα
η
(λ. γαλλ.), ομάδα ανθρώπων που περιστοιχίζουν και επηρεάζουν με κολακείες ισχυρό πρόσωπο κι ακόμη υποστηρίζονται μεταξύ τους για να πετύχουν ιδιοτελείς σκοπούς: Ο κάθε υπουργός έχει και την κλίκα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλίκα — η 1. ομάδα ατόμων τα οποία περιστοιχίζουν με κολακείες ισχυρό πρόσωπο με σκοπό την προαγωγή τών συμφερόντων τους 2. άτομα αλληλοϋποστηριζόμενα για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clique < cliquer «χειροκροτώ»] …   Dictionary of Greek

  • Kostas Skarvelis — (Greek: Κώστας Σκαρβέλης) (Constantinopleref|no anachronism| [a] , Ottoman Empire 1880 Athens, Greece April 8, 1942) was a Greek composer of popular music, οf the genre of rembetiko ( ρεμπέτικο ) in particular. He also wrote the lyrics for his… …   Wikipedia

  • παρασκευάζω — ΝΑ, και παρασκεάζω Α 1. προετοιμάζω 2. προμηθεύομαι τα αναγκαία υλικά και ετοιμάζω για χρήση κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως (α. «παρασκευάζω δείπνο» β. «παρασκευάζω φάρμακο») 3. (σχετικά ιδίως με μαθητές ή στρατιωτικούς) εξασκώ, προγυμνάζω… …   Dictionary of Greek

  • συγκρότημα — το, ΝΜΑ [συγκροτῶ] άθροισμα πραγμάτων σε μεθοδική διάταξη νεοελλ. 1. σύνολο, ιδίως κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη ολότητα («οικοδομικό συγκρότημα») 2. σύνολο βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο κέντρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”